Company: Others
Created by: federica.masante
Number of Blossarys: 31
- English (EN)
- Romanian (RO)
- Russian (RU)
- Spanish, Latin American (XL)
- Macedonian (MK)
- Indonesian (ID)
- Hindi (HI)
- Italian (IT)
- Serbian (SR)
- Spanish (ES)
- Czech (CS)
- Hungarian (HU)
- Arabic (AR)
- French (FR)
- Turkish (TR)
- Greek (EL)
- Dutch (NL)
- Bulgarian (BG)
- Estonian (ET)
- Korean (KO)
- Swedish (SV)
- English, UK (UE)
- Chinese, Hong Kong (ZH)
- Slovak (SK)
- Lithuanian (LT)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Thai (TH)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Danish (DA)
- Polish (PL)
- Japanese (JA)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Chinese, Traditional (ZT)
- Romanian (RO)
- Russian (RU)
- Spanish, Latin American (XL)
- Macedonian (MK)
- Indonesian (ID)
- Hindi (HI)
- Italian (IT)
- Serbian (SR)
- Spanish (ES)
- Czech (CS)
- Hungarian (HU)
- Arabic (AR)
- French (FR)
- Turkish (TR)
- Greek (EL)
- Dutch (NL)
- Bulgarian (BG)
- Estonian (ET)
- Korean (KO)
- Swedish (SV)
- English, UK (UE)
- Chinese, Hong Kong (ZH)
- Slovak (SK)
- Lithuanian (LT)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Thai (TH)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Danish (DA)
- Polish (PL)
- Japanese (JA)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Chinese, Traditional (ZT)
Sinhrona analiza proučava fenomene ( kao što je šifra) kao da su zamrznuti u vremenu. Strukturalistička semiotika se usredsređuje na sinhronu više nego dijahronu analizu i kritikovana je zbog ignorisanja istoricizma.
Η συγχρονική ανάλυση μελετά ένα φαινόμενο (όπως κώδικας)ως να είχε παγώσει σε μια ορισμένη χρονική στιγμη. Η δομική σημειολογιά εστιάζει στην συγχρονική παρά διαχρονική ανάλυση και σχολιάζεται για χρονική άγνοια, δηλ ότι δεν λειτουργεί σε ορισμέο χρόνο.
U teoriji subjektiviteta, postoji razlika između subjekta i pojedinca. Dok je pojedinac realna osoba, subjekat je sklop uloga koje su formirane od strane kulturnih i ideoloških vrednosti (na primer, klasa, godine, pol i etnička pripadnost). Strukturalistička ideja "pozicioniranja subjekta" se odnosi na "građenje" subjekta u okviru teksta. Prema ovoj teoriji tekstualnog (ili diskurzivnog) pozicioniranja, čitalac je obavezan da usvoji "poziciju subjekta" koja postoji u strukturi i kodovima teksta. Subjekti su stoga izgrađeni kao "idealni čitaoci" kroz upotrebu kodova.
Στις θεωρίες της υποκειμενικότητας μια διάκριση που γίνεται ανάμεσα στο υποκείμενο και το άτομο. Ενώ το άτομο είναι πραγματικό πρόσωπο, το υποκείμενο είναι ένα σύνολο ρόλων που κατασκευάζεται από τις κυρίαρχες πολιτιστικές και ιδεολογικές αξίες (δηλαδή βασίζεται στην ιδεοληπτική ιδιότητα του υποκιεμένου( με όρους τάξης, ηλικία, φύλο και εθνικότητα). Η έννοια του στρουκτουραλισμού (από το structure=δομή, δηλ δομισμού)είναι η τοποθέτηση του υποκιεμένου, αναφέρεται στο τι αποτελεί αυτό (κατασκευή)του υποκειμένου από το κείμενο. Σύμφωνα με την άποψη της θεωρίας του κειμένου (ή λόγου)ο αναγν΄σωετης είναι υποχρεωμέος να υιοθετεί μια ''θέση υποκειμένου' που ήδη υπάρχει εντός της δομής και των σημάτων του κειμένου (του κώδικα σημειολογίας). Τα υποκείμενα έτσι κατασκευάζονται ως 'ιδεατοί αναγνώστες' μέσω της έννοιας κωδίκοων, δηλ.σημάτων =γλωσσσικών μονάδων
Termin iz sociolingvistike koji se odnosi na različite načine u kojima jezik upotrebljavaju članovi određene društvene grupe. U semiotici termini se mogu odnositi na šire podšifre koje dele članovi takvih grupa ( videti šifre).
Ενας όρος της κοινωνικής γλωσσολογίας που αναφέρετι στους διακριτούς τρόπους στους οποίους χρησιμοποιείται η γλώσσα από μέλη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Στην σημειολογία οι όροι αναφέρονται πιο ευρέως σε υπο-κώδικες που μοιράζονται τα μέλη τέτοιων ομάδων
Dok se neki semiotičari strukturalistički bave formalnim sistemima (fokusirajući se na detaljne studije narativa, filma, televizije i slično), većina se više bavi društvenom semiotikom. Društveni semiotičari se pre svega bave praksama signifikacije u određenim društveno-kulturalnim kontekstima. Društveni semiotilari prihvataju da nisu sve stvarnosti jednake i zanimaju se za mesta gde se stvarnosti sudaraju. Koreni socijalne semiotike se nalaze kod ranih teoretičara. Sosir je sam smatrao semiotiku za "nauku koja se bavi životom znakova unutar društva".
Ενώ μερικοί μελετητές της σημειολογίας ασχολούνται με την δομική έννοια με τα φορμαλιστικά συστήματα (κυρίως εστιάζοντας στις λεπτομερείς μελέτες της αφήγησης, κιηματογράφου ή τηλεοπτικών προγραμμάτων)πολλοί προβληματίζονται περισσότερο με την κοινωική σημειολογία. Ενα πρόβλημα κλειδί κοινωνικών επιστημόνων της σημειολογίας με τις σημαίουσες παρακτικές σε ειδικά κοινωνικο πολιτιστικά περιεχόμενα. Οι κοινωνικοί σημειολόγοι αναγνωρίζουν ότι δεν είναι ίσα όλα τα προγράμματα και εδιαφέρονται σε sites με αγώνα με τα προγράμματα τηελόρασης να εγείρουν αντιθέσεις. Οι ρίζες της κοινωνικής σημειολογία ανάγεται στους πρώιμες υπερασπιστές της θεωρίας. Ο Saussure ο ίδιος έγραψε για την σημειολογία ως επιστήμη που μελετά την ζωή των σημάτων εντός της κοινωνίας.
Društveni determinizam je stav po kojem se daje prednost društvenim i političkim faktorima naspram nezavisnom uticaju medijuma (bilo da je u pitanu jezik ili tehnologija). Druptveni determinizam ne prihvata primat koji lingivistički deterministi daju jeziku i tehnološki deterministi daju tehnologiji.
Ο κοινωνικός ντετερμινισμός είναι μια έννοια που βεβαιώνει τους βασικούς κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες παρά μια αυτόνομη επίδραση του μέσου (αν αυτό είναι γλώσσα ή τεχνολογία) Οι κοινωνικοί ντετερμιστές απορρίπτουν την αιτιακή προτεραιότητα που δίεται στην γλώσσα από τους γλωσσικούς ντετερμινιστές και στην τεχνολογία από τεχνολογικούς ντετερμινιστές.
Svei semiotički kodovi su u širem smislu društveni kodovi, ali se društveni kodovi mogu videti i kao osnovna podgrupa kodova, pored tekstualnih i interpretativnih kodova. Društveni kodovi, u užem smislu, se odnose na naše poznavanje društva i uključuju nepisasne kodove kao što kodovi tela, robe i ponašanja.
Ενώ όλοι οι εννοιολογικοί κώδικες είναι σε μια ευρεία έννοια κοινωνικοί, οι κοιωικοί κώδικες μπορούν να ειδωθούν μόο ότι σχηματίζουν μια μείζονα υποοδμάδα κωδικών, μαζί με τους κώδικες του κειμένου και κώδικες διερμηνείας. Οι κοινωνικοί κώδικες στα στενά εννοιολογικά πλαίσα αφορούν τη απτή γνώση του κοινωνικού κόσμου και περιλαβάνουν μη γραπτούς κώδικες, όπως κώδικας του σώματος, αριθμητικούς κώδικες και κώδικες συμπεριφοράς.
Semiotički kodovi mogu da imaju jedinstvenu ili dvostruku ili da nemaju artikulaciju. Kodovi sa jedinstvenom artikulacijom imaju samo prvu ili samo drugu artikulaciju. Kodovi sa prvom artikulacijom se sastoje samo od znakova - značenjskih jedinica koje su sistematski određene jedna prema drugoj - ali ne postoji druga artikulacija koja strukturira ove znakove u najmanje, ne-značenjske jedinice. Ako najmanja strukturna jedinica koda ima značenje, kod ima samo prvu artikulaciju.
Κώδικες σημειολογίας έχου άλλη απλή άρθρωση, διπλή άρθρωση ή μη άρθρωση. Οι κωδικες με απλή άρθρωση έχουν είτε πρώτη ή δεύτερη άρθρωση μόο. Οι κώδικες με πρώτη άρθρωση αποτελούνται μόνο από σήματα-εννοιολογικά στοιχεία που συστηματικά συνδέονται το ένα με το άλλο-αλλά δεν υπάρχει δεύτερη άρθρωση στη δομή αυτών των σημάτων, σε ελάχιστα μη εννοιλογικά σήματα. Οππυ η μικρότερη επανερχόμενη δομική μονάδα σε έναν κώδικα (δηαδή στα πλαίσια μιας λέξης) έχει όημα, η λέξη είναι φώνημα.
Bodrijarov termin, preuzet od Platona, koji simulakrumom naziva kopije bez originala, što je osnovni vid u kojem nalazimo tekstovi u postmodernizmu.
Αυτός ήταν όρος του Baudrillard (δανεισμένος από τον Πλάτωνα);'οιμοιώματα'' είναι αιτγραφές δίχως αρχική λέξη-η κύρια μορφή στην οποία συνατάμε στην μεταμοντέρνα κουλτούρα.
Znak koji ne sadrži bilo koji drug znak, za razliku od složenog znaka.
Ενα σήμα που δεν περιέχει άλλα σήματα, σε αντίθεση με το πολύπλοκο σήμα.
Za Sosira je označitelj jedan od dva dela znaka (koji su neodvojivi osim u svrhu analize). U Sosirovoj tradiciji, označitelj je forma koju znak ima. U konteksu lingvističkih znakova, ovo je za Sosira predstavljalo nematerijalnu formu izgovorene reči - "zvučnu sliku" (psihološki otisak zvuka, utisak koji on ostavlja na naša čula).
Για τον Saussure, αυτό ήταν ένα από τα δύο μέρη του σήματος (αυτό δεν ήταν διαιρέσιμο εκτός για σκοπούς ανάλυσης). Στην παράδοση του Saussure, το σημαίνον είναι η μορφή που λαμβανει μια έννοια (δηλ.σήμα Για τον Saussure, σε σχέση με τα γλωσσικά σήματα, αυτό που εννοείται ως μη υλικό σχήμα της λέξης που προφέρεται-ένας ήχος εικόνα (το ψυχολογικό αποτύπωμα του ήχου, η εντύπωση που κάνει στις έννοιές μας.
Za Sosira je označeno jedan od dva dela znaka (koji su neodvojivi osim u svrhu analize). Sosirovo označeno je mentalni koncept koji je predstavljen od strane oznaćitelja (nije materijalan). Ovo ne isključuju znakove u vidu fizičkih objekata ili apstraknte koncepte i fiktivne jedinice, ali označeno nije samo za sebe predstavljeno u svetu (za razliku od Pirsovog objekta). Uobičajena praksa da se prilikom tumačenja izjednačava označeno sa sadržajem (povezujući formu označitelja sa poznatim dualizmom forme i sadržaja).
Για τον Saussure το σημαινόμενο ήταν ένα από τα δύο μέρη του σήματος (αυτό δεν διαιρείται εκτός από τους σκοπούς τοης ανάλυσης) Το σημαινόμενο του Saussure είναι η ιδέα περί ύλης που αντιπροσωπεύεται από το σημαίνον. (και δεν είαι υλικό αντικείμενο) Αυτό δε αποκλείει την αναφορά σημάτων σε φυσικά αντικείμενα στον κόσμο καθώς και τις αφηρημένες έννοιες και φανταστικές μονάδες, αλλά το σημαινόμενο σεν είναι το ίδιο μια αναφορά στον κόσμο (σε αντίθεση με το αντικείμενο του Peirce). Είναι κοινό σε αλλεπάληλους διερμηενίς να εξισώνουν το σημαιόμενο με περιεχόμενο (που ταιράζει στη μορφή του σημαίνοντος στην σχετικό διυσμό του μορφή και περιεχόμενο).
U Sosirovoj semiotici, termin značenje upućuje na vezu između označivača i označenog.
Στην σημειολογία του Saussure, ο όρος σημασία αναφέρεται στην σχέση μεταξύ του σημαίνοντος και του σημαινόμενου.
Znak je značenjska jedinica koja predstavlja nešto drugo. Znakovi se nalaze u fizičkom obliku reči, slika, zvukova, pokreta i objekata. Znakovi nemaju značenje sami za sebe već postaju znacima kada im je dodeli značenje sa referencom ka prepoznatom kodu.
Ενα σήμα είναι μια εννοιολογική μονάδα που ερμηνεύεται ως ισχύουσα για κάτι άλλο εκτός από το ίδιο. Σήματα βρίσκονται στη φυσική φόρμα λέξεων, εικόνων, ήχων, πράξεων και αντικειμένων(η φυσική φόρμα είναι μερικές φορές γνωστή ως το όχημα του σήματος). Τα σήματα δεν έχουν διφορούμενη έννοια και γίνονται σήματα μόνο όταν οι χρήστες σημάτων τα επενδύουν με ένοια που αναφέρεται σε έναν ααγνωρισμένο κώδικα.
U nekim semiotičkim trouglovima, ovo se odnosi na osećaj stvoren od znaka ( ono što je Pirs nazvao tumač).
Σε μερικά σημειωτικά τρίγωνα, αυτό αναφέρεται στη έννοια του σήματος που έχει δοθεί σ'αυτό. Ονομάζεται και διερμηνεία του Peirce
Ovi termini se koriste u kontekstu modela prenosa komunikacije da bi označili učesnike u komunikacijskom činu (gde se komunikacija predstavlja kao linearni proces "slanja" "poruke" "primaocu") Semiotičari često smatraju takve modele za redukcionističke (gde se značenje reducira/smanjuje na "sadržaj"). Glavni semiotički argument je to da modela prenosa ne uključuje semiotički pojam koda, kao i da ne uzima u obzir moguć značaj namera, odnosa, situacija i medijuma.
Μέσα στα πλαίσια των μοντέλων μετάβασης επικοινωνίας, αυτοί οι όροι χρησιμοποιούντα για να αναφερθούν σε αυτούς που συμμετέχουν σε πράξεις επικοινωνίας (επικοιωνία που παρουσιάζεται ως η κύρια διαδικασία της 'αποστολής μηνυμάτων σε έναν λήπτη'). Οι μελετητές της σημειολογίας συνήθως θεωρούν τέτοια μοντέλα ως μειωτικα (που μειώνουν τη σημασία ως προς το περιεχομενο), η κύρια αντίθεση των σημείων είναι συνήθως ότι τα μοντέλα της μετάβασης δεν παρουσιάζουν το περιοεχόμενο σημείων ενός κώδικα σε βάση ιδεοληψίας, αλλά οι σχετικές λειτουργίες αναφέρονται στην άγνοια του δυναμικού της σημασίας σκοπών, σχέσεων, καταστάσεων και μέσο.
Široka definisano kao nauka ili teorija o znacima, ono što je Sosir zvao "semiologijom" je nauka koja proučava ulogu znakova kao delova društvenog života. Sosirova upotreba termina semiologija datira iz 1894. godine dok je Pirs prvi put upotrebio termin semiotika 1897. godine. Semiotika nije široko prihvaćena kao formalna akademska disciplina i ne predstavlja nauku u pravom smislu. Ali nije ni samo metod analize teksta, jer uključuje teoriju i analizu znakova i praksu dodeljivanja značenja.
Χαλαρά ορίζεται ως η 'μελέτη των σημάτων' ή η θεωρία των σηματων, ό,τι ο Saussaure ονόμασε 'σημειολογία' ήταν: μια επιστήμα που μελετά το ρόλο των σημάτων ως μέρος της κοινωνικής ζωής. Η χρήση του όρου του Saussaure χρονολογείται από το 1894 και η πρώτη χρήση του Peirce ήταν το 1897. Η σημειολογία ('επιστήμη των σημείων') δεν έχει καθιερωθεί,θεσμοποιηθεί ως επίσημο μάθημα-αντικείμενο στο Πανεπιστήμιο και δεν αποτελεί επιστήμη. Δεν είναι καθαρά μια μέθοδος ανάλυσης κειμένου, αλλά περιέχει και τα δύο και την θεωρία και ανάλυση σημάτω και σημασιολογικών πρακτικών.
Pirsovo trojstvo semiotičkog trougla; takođe se mogu pronaći i drugi semiotički trouglovi. Najuobičajenije alternativne promene samo nepoznatih Prisovih termina, i sastoji se od prenosa znaka, osećaja i označitelja.
Η τριάδα του Peirce είναι σημειοτικό τρίγωνο; άλλα σημειοτικά τρίγωνα μπορούν να βρεθούν επίσης. Οι πιο κοινές εναλλακτικές αλλαγές μόο οι μη οικείοι όροι του Peircean και αποτελούνται από το σημείο, όχημα,η έννοια, και το νούμενο.
Gremas je predstavio semiotički kvadrat kao sredstvo za mapiranje logičkih konjukcija i disjunkcija u vezi sa ključnim semantičkim obeležjima u tekstu. Ako za početak povučemo horizontalnu liniju između dva uobičajeno uparena termina, kao na primer "lep" i "ružan", i posmatramo je kao gornju stranu kvadrata, semiotički kvadrat se dobija tako što njegovu donju stranu čine druge dve logičke mogućnosti - "nije ružan" i "nije lep". Semiotički kvadrat nas podseća da ne postoji samo binarna opozicija, odnosno da ako nešto nije lepo ne mora da bude ružno a da nešto što nije lepo ne mora da bude ružno.
Ο Greimas εισήγαγε το σημειοτικό τετράγωνο ως μέσον χαρτογράφησης των λογικών συνειρμών και μη συνειρμών χαρακτηριστικών κλειδιών σύνδεσης σε ένα κείμενο. Αν αρχίσουμε χαράσσοντας μια οριζόντια γραμμή που συνδέει όρους εν ζεύγει όπως 'ωραίος' και ''ασχημος' το μετατρέπουμε σε σημειοτικό τετράγωνο κάνοντας την πάνω γραμμή ένα τετράγωνο όπου οι δύο άλλες λογικές δυνατότητες -'μη άσχημο' και 'όχι ωραίο' καταλαμβανου τις χαμηλότερες γωνίες. Το τετράγωνο σημείων μας θυμίζει ότι δεν είναι απλά μια δευτερεύουσα αντίθεση επειδή κάτι δεν που δεν είναι ωραίο δε είναι απαραίτητα άσχημο και κάτι που δεν είναι άσχημο δεν είναι απαραίτητα ωραίο.
Neograničena upotreba ograničenih elemenata se naziva semiotičkom ekonomijom u kontekstu medija. Strukturno obeležhe dvostruke artikulacije u okviru semiotičkog sistema dozvoljava da se stvori neograničen broj smislenih kombinacija koristeći ograničen broj jedinica.
Η άπειρη χρήση πεπερασμένων στοιχείων είναι ένα χαρακτηριστικό όπου σε σχέση με τα μαζικά μέσα ενημέρωσης γενικά αναφέρεται στην σημειοτική οικονομία. Το δομικό χαρακτηριστικό διπλής άρθρωσης μέσα σε ένα σύστημα σημείων επιτρέπει έα άπειρο αριθμο σημαντικών συνδυασμών να παράγεται με τη χρήση ενός μικρού αριθμού μοάδων χαμηλού επιπέδου.
Sosirov termin semiologija datira iz rukopisa iz 1894. godine. Termin "semiologija" se nekad koristi da označi proučavanje znakova u Sosirovoj tradiciji (na primer, Bart, Levi-Straus, Kristeva i Bodrijar), dok se "semiotika" onda odnosi na Pirsovu tradiciju (na primer, Moris, RIčards, Ogden i Sebeok). Takoše, semiologija može da označava rad koji se fokusiran na tekstualnu analizu, dok je semiotski rad više orijentisan ka filozofiji.
Ο όρος σημειωλογία του Saussur χρονολογείται σε ένα χειρόγραφο του 1894. Η Σημειολογία χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην μελέτη σημάτων εντός της παράδοσης το Saussure (πχ Barthes, Levi-Strauss, Kristeva και Baudrillard)ενώ τα σημεία μερικές φορές αναφέρεται σε αυτούς που εργάζονται μέσα στα πλαίσια της Peircan παράδοσης (πχ Morris, Richards, Ogde και Sebeok). Μερικές φορές η 'σημειολογία' αναφέρεται σε εργασία που αφορά βασικ΄την κειμενική ανάλυση ενώ το 'semiotics''αναφέρεται σε πιο φιλοσοφικά εστιασμένη εργασία.
Морис дели семиотика на три гране: синтаксу, семантику и прагматику. Семантика проучава значење знакова (однос знакова и онога што означавају). Тумачење знакова од стране корисника може се такође посматрати према нивоима који одговарају поменутим гранама - семантички ниво је разумевање преферираног читања знака.
Ο Morris διαίρεσε το σημασιοογικό πεδίο σε τρεις κλάδους: συνακτικό, σημασιολογικό και πραγματικό. Το σημασιολογικό πεδίο αναφέρεται στην μελέτη της έννοιας σημείων (την σχέση των σημείων ως προς τι ισχύουν.) Η διερμηνεία σημείων από τους χρήστες τους μπορεί επίσης να φαίνεται ως επίπεδα που αντιστοιχούν σε αυτούς τους τρείς κλάδους, το σημασιοογικό πεδίο είναι η κατανόση της προτίμησης ανάγνωσης του σημείου.
На нижем структурном нивоу друге артикулације, семиотички код се може делити на минималне функционалне јединице које немају значење у себи (нпр. фонема у говору или графема у писаној форми). Ове јединице нижег реда су незначењски елементи - чисто диференцијални, структурних јединица (названа по облицима Хјелмслева). То су периодичне функције у коду.
Στο (κατώτερο)δομικό επίπεδο μιας δεύτερη άρθρωση,ένας σημειωτικός κώδικασ είναι διαιρέσιμος σε μικρότερες λειτουργικές μοάδες που τους λείπει η έννοια σε αυτά (φωνήματα στον λόγο ή γραφήματα στη γραφή). Αυτές οι κατώτερες μονάδες δεν σημαίουν στοιχεία καθαρά διαφορποιητικών δομικώ μοάδων (οομάζονται ψηφία του Hjelmsev). Είναι επανερχόμενα χαρακτηριστικά στον κώδικα.
Dijadski model znaka se bazira na podela znaka na dva neophodna sastavna dela. Sosirov modela znaka je dijadski, ali je on smatrao da je takva podela čisto analitička.
Ενα δυαδικό μοντέλο του σήματος βασίζεται πάω σε μια διάίρεση του σήματος σε δύο βασικά συστατικά στοιχεία. Το μοντέλο του Saussure του σήματος ενός δυαδικού μοντέλου (σημείωσε ότι ο Saussur επέμενε ότι μια τέτοια διαίρεση ήταν καθαρά αναλυτική).
Ovu uticajnu strukturalističku i fukcionalističku grupu lingvistu osnovali su 1926. godine u Pragu češki i ruski lingvisti, iako je termin "Praška škola" upotrebljen tek 1932. godine. Naistaknutiji članovi ove grupe su: Viljem Matesijus (1882-1946), Bohuslav Havranek (1893-1978), Jan Mukarovski (1891-1975), Nikolaj Trubeckoj (1890-1938) i Roman Jakobson (1896-1982).
Η επιρροή της στρουκτουραλιστικής και φονταμεταλιστικής ομάδας γλωσσολόγων /φαρμοσμένης γλωσσολογίας εγκαταστάθηκε στην Πράγα το 1926 απο Τσέχους και Ρώσους γλωσσολόγους, αν και ο όρος Σχολή της Πράγας δεν χρησιμοποιούνταν μέχρι το 1932. Τα βασικά μέλη αυτής της ομάδας περιλαμβάνουν: Vilem Mathesius (1882-1946), Bohuslav Havránek (1893-1978), Jan Mukarovsky (1891-1975), Nikolai Trubetzkoy (1890-1938) and Roman Jakobson (1896-1982).
Personov model znaka ima tri elementa- predstavnika, interpretatora i predmet.
Το μοντέλο του Peirce έχει τρία στοιχεία-αντιπροσωπευτικό, ερμηνευτικό και αντικείμενο.
Stvaranje značenja od strane ljudi (uključujući stvaranje i čitanje teksta) koje prati određene konvencije i pravila stvaranja i tumačenja.
Πρόκειται για την έννοια των αποφάσεων συμπεριφορές στην οποία άνθρωποι ασκούν (συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής και ανάγνωση των κειμένων) μετά από συγκεκριμένο συμβάσεις ή κανόνες κατασκευής και ερμηνεία.
Ovo je stav da prethodno data struktura nekog značajnog sistema- kao što je jezik ili bilo koja vrsta tekstualnog sistema- određuje subjektivitet ( ili bar ponašanje) pojedinaca koji su njima izloženi.
Αυτό είναι η θέση ότι η εκ των προτέρων δεδομένη δομή κάποιου σημαίνοντος συστήματος - όπως η γλώσσα ή οποιοδήποτε είδος κειμένου σύστημα - καθορίζει την υποκειμενικότητα (ή τουλάχιστον συμπεριφορά) των ατόμων που υποβάλλονται σε αυτό.
Termin epistema Fuko koristi da prikaže ukupan skup odnosa unutar određenog istorijskog perioda ujedinjenjem diskurzivnih postupaka koji stvaraju svoje epistemologije.
Φουκώ χρησιμοποιεί το όρος επιστήμης να αναφέρεται το συνολικό σύνολο των σχέσεων μέσα σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ενώνοντας τις ασυνάρτητος πρακτικές που δημιουργούν την epistemologies.
Ovaj termin je koristio Pirs da označi postupak \" značenje- razvoj\".
Το φαινόμενο της σημείωσης αφορά κάθε σύστημα σήμανσης: από τα πιο απλά, π.χ. τις πινακίδες της τροχαίας, έως τα πιο σύνθετα, π.χ. τους πολιτισμικούς κώδικες, τον κώδικα της μουσικής, και βέβαια το πληρέστερο σημειωτικό σύστημα, τη γλώσσα. Κατά τον Peirce, του οποίου η προσέγγιση έχει, αν και κάπως αργά, τύχει ευρύτερης αναγνώρισης, η σημείωση είναι η σχέση ενός σημείου με το αντικείμενο αναφοράς του και η διαδικασία της σημείωσης υλοποιείται με σημεία τριών ειδών: εικονικά, δεικτικά, συμβολικά.
Oni koji odbijaju tekstualnu determinaciju ( kao poststrukturalisti) naglašavaju \"polisemičnu\" prirodu tekstova- pluralitet njihovog značenja.
Φαινόμενο κατά το οποίο μια λέξη εκφράζει περισσότερες από μία σημασίες.
Figura govora koja uključuje zamenu dela za celinu, rod za vrstu ili obrnuto.
Σχήμα λόγου που περιλαμβάνει την αντικατάσταση μέρους έναντι του συνόλου ή το αντίθετο.
Metonimija je stilska figura koja uključuje korišćenje jednog označavača koji prikazuje drugog označavača koji je direktno povezan sa njim ili blisko povezan sa njim na neki način, značajno zamenjivanje efekta radi uzroka.
Σχήμα λόγου, κατά το οποίο αντί για τη λέξη που απαιτείται χρησιμοποιείται άλλη, με την οποία υπάρχει σημασιολογική σχέση.
Termin iz sociolingvistike koji se odnosi na različite načine u kome jezik koriste pojedinci. U semiotičkim terminima može da se odnosi šire na stilisticke i lične podšifre pojedinaca. (videti šifru)
Όρος που εκφράζει το σύνολο των ιδιαίτερων γλωσσικών στοιχείων που συνθέτουν τον προσωπικό τρόπο έκφρασης ενός ατόμου. Μπορεί να αναφέρεται και με την ευρεία έννοια στους προσωπικούς κώδικες των ατόμων.